ημιδιώροφος

ημιδιώροφος
-η, -ο
(κυρίως για σπίτια) αυτός που έχει δύο ορόφους, από τους οποίους ο πρώτος είναι κατά το ήμισυ ή εν μέρει υπόγειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημιδιώροφος — η, ο οικοδομή που έχει δύο ορόφους και ο πρώτος από αυτούς είναι εν μέρει υπόγειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”